- ανδαλουσιανός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ανδαλουσία2. (ως κύριο όνομα, το αρσ. κ. θηλ.) ο κάτοικος της Ανδαλουσίας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μπουνιουέλ, Λουίς — (Luis Bunuel, 1900 – 1983). Ισπανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Εγκαταστάθηκε στη Γαλλία και υπήρξε ένας από τους τελευταίους πιστούς του κινήματος της πρωτοπορίας, στο οποίο, με τις ταινίες του Ένας ανδαλουσιανός σκύλος (1928) και Ο Χρυσός… … Dictionary of Greek
Νταλί, Σαλβαντόρ — (Salvador Dali, Φιγκέρας, Βαρκελώνη 1904 – 1989). Ισπανός ζωγράφος, συγγραφέας, κοσμηματοποιός και σκηνογράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία της Μαδρίτης (1921 24) και το 1928 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1929 προσχώρησε στο κίνημα των υπερρεαλιστών… … Dictionary of Greek
Χιμένεθ, Χουάν Ραμόν — (Jimιnez, Μογκέρ 1881 – Σαν Χουάν δε Πουέρτο Ρίκο 1958). Ισπανός ποιητής. Εγκαινίασε μαζί με τον Αντόνιο Ματσάδο τη μεγάλη εποχή της ισπανικής ποίησης του 20ού αι. Ανδαλουσιανός στην καταγωγή και στην ευαισθησία, ύστερα από μερικά ταξίδια στη… … Dictionary of Greek